Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενόρκιος — ἐνόρκιος, ον (Α) [ένορκος] 1. ένορκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόρκιον όρκος … Dictionary of Greek
ἐνόρκιον — ἐνόρκιος oath masc/fem acc sg ἐνόρκιος oath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)